- αγρέτης
- ἀγρέτης και δωρ. ἀγρέτας, οάρχοντας, ηγεμόνας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ἀγρέται — Ἀγρέτης god of the fields masc nom/voc pl Ἀγρέτᾱͅ , Ἀγρέτης god of the fields masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρέται — ἀγρέτης god of the fields masc nom/voc pl ἀγρέτᾱͅ , ἀγρέτης god of the fields masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηραγρέτης — θηραγρέτης, ὁ (Α) κυνηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + αγρέτης (< αγρώ), πρβλ. ιππ αγρέτης, πυρ αγρέτης] … Dictionary of Greek
λιναγρέτης — λιναγρέτης, ὁ (Α) πιασμένος στα δίχτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + αγρέτης (< ἀγρῶ πιάνω, καταλαμβάνω»), πρβλ. θηρ αγρέτης] … Dictionary of Greek
μαζαγρέτας — μαζαγρέτας, α, ὁ (Α) (δωρ. τ.) αυτός που ζητιανεύει κριθαρένιο ψωμί. [ΕΤΥΜΟΛ. < μᾶζα «κριθαρένιο ψωμί» + ἀγρέτας, δωρ. τ. τού ἀγρέτης* (< ἄγρα «κυνήγι»), πρβλ. θηρ αγρέτης] … Dictionary of Greek
πυραγρέτης — ὁ, Α (ενν. καρκίνος) η πυράγρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + ἀγρέτης (< θ. αγρε τού ἀγρῶ* / έω), πρβλ. θηρ αγρέτης] … Dictionary of Greek
φιλαγρέτις — ιδος, ἡ, Α (προσωνυμία τής Αρτέμιδος) αυτή που αγαπά το κυνήγι («τριμάκαιρα φιλαγρέτις Ἄρτεμις», Παυλ. Σιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. θηλ. ενός αμάρτυρου τ. *φιλαγρέτης < φιλ(ο) * + ἀγρέτης (< θ. αγρε τού ἀγρῶ / έω «πιάνω»), πρβλ. πυρ αγρέτης] … Dictionary of Greek
Ἀγρέταν — Ἀγρέτᾱν , Ἀγρέτης god of the fields masc acc sg (epic doric aeolic) Ἀγρέτης god of the fields masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρέταν — ἀγρέτᾱν , ἀγρέτης god of the fields masc acc sg (epic doric aeolic) ἀγρέτης god of the fields masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωλακρέτης — και κωλαγρέτης, ὁ (Α) 1. τίτλος άρχοντα τής αρχαίας Αθήνας, καθώς και άλλων πόλεων, ο οποίος ασχολούνταν με τα οικονομικά τής πόλης 2. φρ. «κωλακρέτου γάλα» (κωμικά) δικαστικός μισθός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωλαγρέτης, με αφομοιωτική τροπή τού γ σε κ ,… … Dictionary of Greek